ξηρόφιλα ή ξηρόφυτα

ξηρόφιλα ή ξηρόφυτα
Φυτά που έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται και να προσαρμόζονται σε περιβάλλον πολύ ξηρό: συναντώνται στη χλωρίδα όλων των περιοχών που είναι άγονες εξαιτίας της ξηρασίας του εδάφους και της ατμόσφαιρας (έρημοι, στέπες, σαβάνες, ερείπια, αμμόλιθοι κλπ.). Οι δύο όροι αναφέρονται συχνά με αρκετή αδιαφορία ως προς το ακριβές νόημά τους. Ως ξηροφιλία εννοείται ειδικότερα το όριο της προσαρμογής των φυτών στην ξηρασία, ενώ ο ξηροφυτισμός αναφέρεται περισσότερο στη μορφολογική του δομή και στην καταλληλότητα της να αντέχει στα ξηρά κλίματα. Στα φυτά αυτά ωστόσο η αναπνοή και η διαπνοή είναι περιορισμένες και αποφεύγεται έτσι η ελάχιστη απώλεια νερού. Στα φύλλα είναι αρκετά περιορισμένος ο αριθμός των στοματίων, που συχνά βρίσκονται μέσα σε ειδικές κοιλότητες-κρύπτες, προστατευμένα πίσω από ένα μικρό προθάλαμο. Επιπλέον, η εφυμενίδα τους έχει παχυνθεί και η επιδερμίδα των φύλλων σκεπάζεται συχνά από πυκνό τρίχωμα και κηρώδεις εκκρίσεις. Τα φύλλα είναι κυρίως δερματώδη, με ελάσματα περιορισμένα και διάταξη πολύ πυκνή, όπως και οι βλαστοί, προκειμένου να αποφύγουν την έντονη ηλιακή ακτινοβολία: άλλες φορές η ξηροφυτική προσαρμογή επιτυγχάνεται με τα φύλλα συγκεντρωμένα σε ροζέττα, όπως στα φυτά των βράχων, ή διατεταγμένα κάθετα. Ως συνέπεια του περιορισμού της διαπνευστικής επιφάνειας, δεν είναι σπάνια σε μερικά ξηρόφιλα φυτά η εξαφάνιση των φύλλων (άφυλλα φυτά: σχεδόν όλοι οι Κακτίδες, μερικοί χυμώδεις Ευφορβιίδες κλπ.)· στην περίπτωση αυτή η λειτουργία της φωτοσύνθεσης εκτελείται από τους βλαστούς, που αποκτούν πράσινο χρώμα, ή από κλαδώδια ή φυλλοκλάδια, δηλαδή βλαστούς που διαπλατύνονται, πρασινίζουν και παίρνουν τη μορφή του φύλλου, ή ακόμα από φυλλώδια, δηλαδή μίσχους πλατυσμένους σε μορφή φύλλου, όπως συμβαίνει σε μερικές αυστραλιανές ακακίες των ερήμων. Σε συνθήκες ακραίου ξηροφυτισμού (για παράδειγμα, έρημοι), τον περιορισμό του υπέργειου μέρους του φυτού (βλαστός και φύλλα), αντισταθμίζει μια μεγάλη ανάπτυξη του απορροφητικού ριζικού συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”